- αντζί
- το1. το μέρος το ποδιού από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο2. το σαρκώδες μέρος πίσω από το οστό της κνήμης3. το εξογκωμένο τμήμα του μηρού, συνεκδ. το πόδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αντί, αντίον «εργαλείο υφαντικού ιστού» ή < αντικνήμιον, με σύντμηση].
Dictionary of Greek. 2013.